- ελικηδόν
- (Α ἑλικηδόν)επίρρ.1. ελικοειδώς, σπειροειδώς2. φρ. «ελικηδόν γραφή» — είδος αρχαίας γραφής (τα γράμματα γράφονται έτσι ώστε να σχηματίζεται ελικοειδής γραμμή που διαβάζεται από την περιφέρεια προς το κέντρο).
Dictionary of Greek. 2013.